«Top Gun: Maverick»: Η σπάνια περίπτωση ενός sequel σκάλες ανώτερου από το πρωτότυπο

Από το lifo.gr

Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος

Πολλά έχουν αλλάξει από το πρώτο «Top Gun» στην κοινωνία, στην επικοινωνία, στο σινεμά. Σχεδόν όλα, εκτός από τον Τομ Κρουζ. Όχι μόνο εμφανισιακά (υπάρχουν στιγμές στο «Maverick», εκεί που παίζει μπάλα στην παραλία με τους «νεοσύλλεκτους» με φόντο το χρυσό ηλιοβασίλεμα, πάνω στη μηχανή, εκεί που σκάει περπατώντας με το βήμα του παλιού και μπαρουτοκαπνισμένου στο κλασικό μπαρ και, φυσικά, στο σήμα κατατεθέν αγωνιστικό του τρέξιμο, που νομίζεις πως ο χρόνος έχει σταματήσει στο 1986) αλλά και στη διάθεση και στη στάση του απέναντι στο είδος που ίσως μόνο εκείνος γνωρίζει και ελέγχει πλέον απόλυτα, καθώς και στον τρόπο που μπαίνει σε κάθε στροφή και ανεβάζει ταχύτητες δράσης ή κατεβάζει τόνους για τα συναισθηματικά ξέφωτα.

Σκάλες ανώτερο από το κολοσσιαία επιτυχημένο πρωτότυπο του Τόνι Σκοτ, το sequel καταφέρνει να διατηρήσει ακέραια τα στοιχεία που δημιούργησαν τον μύθο της ταινίας και του πρωταγωνιστή της από την πρώτη κιόλας στιγμή.

Οι ήχοι από το «Danger Zone» του Κένι Λόγκινς εξαπολύονται και πάλι ανάμεσα στις εκρηκτικές καύσεις των αεροσκαφών, οι γραμματοσειρές παραπέμπουν σε μια ’80s νοσταλγία και ο Πιτ «Μάβερικ» Μίτσελ έχει μείνει περίπου εκεί που τον αφήσαμε. Δεν έχει παντρευτεί, δεν έχει κάνει παιδιά, δεν έχει πάρει προαγωγή, αν και έχει διακριθεί για τις υπηρεσίες του, και εξακολουθεί να τεστάρει τα όρια των μηχανών και της ζωής του, δοκιμάζοντας σε ένα ολοκαίνουριο σκάφος ταχύτητες της τάξης των 10 mach, πενταπλάσιες των προηγούμενων που είχαμε δει.

Δεν έχει πρόβλημα να πετάξει στα σκουπίδια μια κρατική επένδυση εκατομμυρίων για να αποδείξει σε εκείνους που θέλουν να ψαλιδίσουν το πειραματικό πρόγραμμα πως κάνουν λάθος. Όπως είχε πει, και το επαναλαμβάνει στη συνέχεια της ταινίας, «μη σκέφτεσαι, κάν’ το».

Ο παλιός του ανταγωνιστής, ο Τομ «Ice» Καζάνσκι (Βαλ Κίλμερ, σε ένα συγκινητικό cameo), τον καλεί πίσω στη βάση των Top Gun γιατί ξέρει πως είναι ο μόνος που μπορεί να διδάξει την ομάδα των νεότερων πιλότων πώς να αντεπεξέλθουν σε μια αποστολή σε εχθρικό έδαφος για να εξουδετερώσουν βάσεις με εμπλουτισμένο ουράνιο.

Ο διάστερος ναύαρχος Τσέστερ Κέιν (Εντ Χάρις, τέλειος) χαίρεται που το ξεφορτώνεται και οι νέοι του διοικητές, ειδικά ο αντιναύαρχος Μπο Σίμπσον (Τζον Χαμ, που ακόμη δεν έχει βρει τον ρόλο που θα διαδεχθεί τους «Mad Men») αναρωτιέται γιατί ο (ακόμη) λοχαγός Μίτσελ δεν είναι ανώτερός του, δεν έχει πάρει τον βαθμό του ναυάρχου και δεν έχει στεριώσει στα υψηλά κλιμάκια της στρατιωτικής ηγεσίας – αν και ξέρει τη σύνθετη απάντηση.

H Τζένιφερ Κόνελι είναι η νέα Κέλι Μαγκίλις της ταινίας

Τέσσερα χρόνια πριν ο Μίτσελ είχε ανακόψει την πορεία του νεαρού Μπράντλεϊ μετά από παραίνεση της μητέρας του, η οποία τον όρκισε να μην του το αποκαλύψει, καθώς φοβόταν μήπως τον χάσει, όπως και τον σύζυγό της. Κρατώντας το μυστικό, ο Μίτσελ έγινε άθελά του εχθρός του Μπράντλεϊ και οι δυο τους μετά βίας μιλιούνται στα μαθήματα και τις δοκιμαστικές πτήσεις.

Η ιστορία επαναλαμβάνεται όταν ο Τζέικ «Hangman» Σερέζιν γίνεται η νέμεση του Μπράντλεϊ ως ικανότατος και υποψήφιος alpha male του κοπαδιού, όπως ακριβώς πριν από τρεις και πλέον δεκαετίες ο Iceman απέναντι στον ψυχολογικά ασταθέστερο Μάβερικ.

Και για να μην ξεχνάμε την άγκυρα, η Τζένιφερ Κόνελι είναι η νέα Κέλι Μαγκίλις της ταινίας, ιδιοκτήτρια του μπαρ, κόρη ναυάρχου, ευκατάστατη, χωρισμένη, με έφηβη κόρη, παλιό φλερτ του Μίτσελ και ερωτικά ενδιαφερόμενη ακόμη, με αμοιβαία τα αισθήματα και αβέβαιη τη δέσμευση – κάτι που γνωρίζει πολύ καλά, γι’ αυτό κρατά χαμηλά τις προσδοκίες και υψηλά την ειρωνεία.

O Mάιλς Τέλερ υποδύεται τον Μπράντλεϊ Rooster Μπράντσο, τον γιο του αγαπημένου φίλο του Μίτσελ, Νικ “Goose” Μπράντσο

Ο στόχος της ταινίας δεν είναι οι Ρώσοι αλλά μια αόριστη εχθρική δύναμη που διατηρεί την ανωνυμία της. Ο ξεχειλισμένος πατριωτισμός της ταινίας του Σκοτ χαμηλώνει τόνους και ενώ είναι σαφές πως παρακολουθούμε μια ταινία έμπλεη από αστερόεσσες που κυματίζουν υπερήφανες, το θέμα δεν είναι στην ψυχροπολεμική πόλωση και τον εθνικό φανατισμό.

Το «Top Gun Maverick» γίνεται μια γιορταστική αλληγορία για τον κινηματογράφο, την απόλαυση και τη μοναδική εμπειρία του σε 10 mach, αν χρειαστεί. Ο εχθρός, που δεν είναι πια εύκολο να οριστεί, είναι ο ευτελισμός της μικρής και φτηνής εικόνας, των ήχων που συγκεντρώνονται στα ακουστικά αντί να συμβάλλουν στον δίωρο κυκλώνα του πλήρους θεάματος που δεν σε αφήνει να σηκωθείς από την καρέκλα ή να τολμήσεις να τον διακόψεις.

Σκάλες ανώτερο από το κολοσσιαία επιτυχημένο πρωτότυπο του Τόνι Σκοτ, το sequel καταφέρνει να διατηρήσει ακέραια τα στοιχεία που δημιούργησαν τον μύθο της ταινίας και του πρωταγωνιστή της, από την πρώτη κιόλας στιγμή

Με μια ταινία όπως το «Maverick» και σίγουρα με τις επόμενες «Επικίνδυνες Αποστολές», που έχουν περιέλθει πλέον στη δική του δικαιοδοσία παραγωγής, μεταμορφώνεται στον σταρ-αιχμή του δόρατος που φροντίζει όλοι να κάνουν σωστά τη δουλειά τους και ανοίγει τον δρόμο για τους επόμενους.

πηγή

Κοινοποίηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Verified by MonsterInsights